...
Υπερπροπόνηση και βιοδείκτες

Υπερπροπόνηση και βιοδείκτες

Η βέλτιστη προπόνηση περιλαμβάνει ένα μοντέλο που ενσωματώνει τις αρχές τις περιοδικότητας δεδομένου ότι για να μεγιστοποιηθεί η απόδοση το σώμα πρέπει να περάσει  συστηματικά από τα στάδια της υποπροπόνησης της έντονης φόρτωσης και της υπερφόρτωσης.

Η υπερβολική προπόνηση αναφέρεται στην προπόνηση που γίνεται με περιττά μεγάλο όγκο, ένταση ή και τα δύο. Παρέχει ελάχιστες ή καθόλου πρόσθετες βελτιώσεις στη φυσική κατάσταση  ή την απόδοση και μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια κόπωση και μειωμένη απόδοση.

Όταν το φορτίο της προπόνησης είναι πάρα πολύ έντονο ή ο όγκος της προπόνησης υπερβαίνει την ικανότητα του σώματος να αναλάβει επαρκώς και να προσαρμοστεί, το σώμα εμφανίζει περισσότερο καταβολισμό (διάσπαση ουσιών) από ότι αναβολισμό(σύνθεση ουσιών).

Η κόπωση που ακολουθεί συχνά μια σειρά εξαντλητικών προπονήσεων συνήθως διορθώνεται με ανάπαυση και με μια πλούσια σε υδατάνθρακες διατροφή. Η υπερπροπόνηση από την άλλη χαρακτηρίζεται από πτώση της απόδοσης και των φυσιολογικών λειτουργιών που δεν μπορούν να αποκατασταθούν σε μερικές μέρες μειωμένης προπόνησης ή ανάπαυσης και αλλαγή διατροφής.

Τα συμπτώματα του συνδρόμου υπερπροπόνησης είναι ιδιαίτερα εξατομικευμένα και υποκειμενικά , έτσι δεν μπορούν να ισχύουν τα ίδια για όλους.  Η παρουσία ενός η περισσοτέρων από αυτά μπορεί να προειδοποιήσει τον ασκούμε ο ότι μπορεί να είναι υπερπροπονημένος. Κάποιες μελέτες υποδεικνύουν ότι η υπερπροπόνηση συνδέεται με αποκρίσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Η υπερπροπόνηση του συμπαθητικού  μπορεί να οδηγήσει σε

Αυξημένη ΚΣ ηρεμίας

Αυξημένη Αρτηριακή πίεση

Απώλεια όρεξης μειωμένη μάζα

Διαταραχές ύπνου

Συναισθηματική αστάθεια

Άλλες μελέτες υποδεικνύουν ότι το παρασυμπαθητικό είναι πρωταγωνιστής στην υπερπροπόνηση με ενδείξεις όπως,

Μειωμένη ΚΣ ηρεμίας

Μειωμένη αρτηριακή πίεση στην ηρεμία

Πρόωρη έναρξη κόπωσης

Οι μετρήσεις διαφόρων ορμονών κατά τη διάρκεια περιόδου υπερφόρτωσης προτείνουν ότι η υπερβολική πίεση προκαλεί χαρακτηριστικές διαταραχές στην ενδοκρινική λειτουργία.
Τα επίπεδα θυροξίνης και τεστοστερόνης στο αίμα συνήθως μειώνονται και τα επίπεδα κορτιζόλης αυξάνονται μειωμένη τεστοστερόνη σε συνδυασμό με την αυξημένη κορτιζόνη μπορούν να οδηγήσουν σε  μεγαλύτερο πρωτεϊνικό καταβολισμό παρά αναβολισμό στα κύτταρα.

Τα επίπεδα αδρεναλίνης και νορ- αδρεναλίνης στο αίμα στην ηρεμία είναι αυξημένα κατά την διάρκεια περιόδων έντονης προπόνησης. Αυτές οι δύο ορμόνες αυξάνουν την καρδιακή συχνότητα και την αρτηριακή πίεση.

Πρέπει πάραυτα να σημειωθεί ότι αυτές οι ενδοκρινής αλλαγές μπορεί να απεικονίζουν απλά τη πίεση της προπόνησης και όχι κάποια διακοπή στη διαδικασία προσαρμογής.
Για αυτό και ένας ακόμα ενδεικτικός παράγοντας  υπερπροπόνησης κατά τους Armstrong & VanHeest(2002) αποτελούν και η κυκλοφορία στο αίμα κιτοκινών που προκύπτουν από τις κακώσεις που επιφέρει η υπερπροπόνηση στους σκελετικούς μύες τα οστά και τους συνδέσμους.

Οι μετρήσεις των επιπέδων κάποιων ενζύμων έχουν χρησιμοποιηθεί με περιορισμένη όμως επιτυχία για να διαγνωστεί σύνδρομο υπερπροπόνησης. Τέτοια ένζυμα όπως η κρεατινική κινάση(CK) , η γαλακτική αφυδρογονάση (LDH),και η γλουταμινική οξαλοξική τρανσαμινάση του ορού (SGOT) είναι σημαντικά στη παραγωγή μυϊκής ενέργειας.
Αυτά τα ένζυμα είναι σχετικά περιορισμένα σε συγκέντρωση στο εσωτερικό των κυττάρων , έτσι η παρουσία μεγάλων ποσών στο αίμα υποδεικνύει  ότι οι μεμβράνες μυϊκών κυττάρων έχουν υποστεί κάποια βλάβη, που επιτρέπει στα ένζυμα να διαρρεύσουν.

Η Kινάση της Kρεατίνης (CK) αποτελεί έναν από τους καλύτερους δείκτες μυϊκής βλάβης και χρησιμοποιείται για την διάγνωση της υπερβολικής άσκησης ή προπόνησης. Αποτελεί δείκτη βλάβης του μυοκαρδίου και των σκελετικών μυών και σε μικρότερο βαθμό του εγκεφάλου και άλλων οργάνων.

Η μέτρηση της δραστηριότητας της είναι σημαντικός διαγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση  κυτταρικής νέκρωσης των μυών και βλάβης των ιστών λόγω ασθένειας ή τραύματος. Είναι ένζυμο που βρίσκεται στο κυτοσόλιο (η ρευστή ουσία του κυττάρου) και στα μιτοχόνδρια των ιστών (οι κινητήρες του κυττάρου που παράγουν το μεγαλύτερο ποσό της βιολογικής ενέργειας), όπου οι απαιτήσεις ενέργειας είναι υψηλές. Βρίσκεται στην καρδιά, τους σκελετικούς μύες, τον εγκέφαλο και άλλους ιστούς. Υπάρχουν 3 διαφορετικές μορφές CK στο σώμα

Η CK –ΜΜ που βρίσκεται κυρίως στους σκελετικούς μύες

Η CK-ΜΒ που βρίσκεται κυρίως στην  καρδιά

Η CK-BB που βρίσκεται κυρίως στον εγκέφαλο

Τα επίπεδα της C/K αυξάνονται σε τραυματισμούς των κυττάρων της καρδιάς και των μυών, σε νόσους του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, σε έμφραγμα του μυοκαρδίου (αύξηση ως και 6 φορές πάνω από το φυσιολογικό).

Σημαντικά αυξημένα επίπεδα εμφανίζονται σε προκλινικά στάδια ασθενειών των μυών.
 Μυϊκές βλάβες και τραυματισμοί μπορεί να την αυξήσουν, όπως και η λήψη κάποιων φαρμάκων π.χ. φάρμακα για την μείωση της χοληστερόλης , καθώς και η λήψη μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ. Ενώ ο λόγος για την απελευθέρωση της C/K σε περιπτώσεις όπως του εμφράγματος είναι σαφής, είναι λιγότερο σαφές για ποιο λόγο ακόμη και η χαμηλή έως μέτρια σε ένταση άσκηση οδηγεί στην απελευθέρωση της στο αίμα.

Επίμονα αυξημένα επίπεδα της C/K κατά καιρούς συναντώνται σε υγιή άτομα.

Η συγκέντρωση της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τον βαθμό αύξησης της πριν και μετά την άσκηση,  όπως το φύλο, την φυλή, την ηλικία, την μυϊκή μάζα και την φυσική δραστηριότητα. ΟΡΙΑ ΤΗΣ C/K

Ανώτατο όριο στους άνδρες  80 U/L

Ανώτατο όριο στις γυναίκες 70U/L αλλά αξιολογούμε την παράμετρο όταν η C/K περάσει τα 145 IU/mL. Οι ερευνητές υποψιάζονται ότι τα επίπεδα των ενζύμων στο αίμα αυξάνουν και στη περίπτωση της έκκκεντρης προπόνησης, γιαυτο και δεν μπορούμε με αξιοπιστία να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα ένζυμα ως δείκτες συνδρόμου υπερπροπόνησης. Είναι καίριας σημασίας να διαχωριστούν τα παθολογικά από τα φυσιολογικά αποτελέσματα στις  επιδράσεις  της άσκησης και να ερμηνευτούν με προσοχή οι τιμές κάποιων βιοδεικτών σε σωματικά δραστήρια άτομα, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα μπορούν να πέσουν έξω από τα συμβατικά πεδία.

Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε ως μια αμυντική προσπάθεια του οργανισμού, ώστε να σταματήσουμε να τον πιέζουμε περισσότερο πιθανόν από όσο αντέχει. Η υπερβολική άσκηση-υπερπροπόνηση είναι συχνό φαινόμενο όχι μόνο στους επαγγελματίες αθλητές αλλά και στους αθλούμενους που ακολουθούν ένα πρόγραμμα με βάρη στο γυμναστήριο. Χρειάζεται προσοχή  και μέτρο, καθώς τα όρια μεταξύ της άσκησης και του μέγιστου των δυνατοτήτων μας  είναι πολύ λεπτά.

Η υπερβολική άσκηση αντιστάσεων, η υπέρβαση των ορίων αντοχής και η πίεση του σώματος θα διαταράξουν τον οργανισμό βιοχημικά,  δίνοντας ανεβασμένους δείκτες μυϊκής καταστροφής στο αίμα όπως της C/K και θα λειτουργήσουν ως διαχωριστική γραμμή της ισορροπίας του οργανισμού (υγείας) και του βασικού παράγοντα για την διατήρηση της υγείας (άσκηση).

Μήλα Αλεξάνδρα

Απόφοιτη  ΑΠΘ.
Τμήμα  Επιστήμης Φυσικής Αγωγής &Αθλητισμού 
Master στην Ιατρική Σχολή 
Τμήμα  Μοριακής και Εφαρμοσμένης Φυσιολογίας/Θεραπευτική Άσκηση 
www.the3FTrainingPoint.com

References :

Cadegiani FA, Kater CE. Hormonal aspects of overtraining syndrome: a
systematic review
BMC Sports Sci Med Rehabil. 2017 Aug 2;9:14. doi:
10.1186/s13102-017-0079-8. eCollection 2017. PubMed PMID: 28785411; PubMed
Central PMCID: PMC5541747.
Cardoos N. Overtraining syndrome. Curr Sports Med Rep. 2015
May-Jun;14(3):157-8. doi: 10.1249/JSR.0000000000000145. Review. PubMed PMID:
25968844.

Σωκράτους 147, Καλλιθέα, Αθήνα
Ακολουθήστε μας και στα Social Media